αμετάπτωτος

αμετάπτωτος
-η, -ο (Α ἀμετάπτωτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταπέσει σε ένταση, να μεταβληθεί, σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ά- στερητ. + μεταπίπτω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταπτωσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμετάπτωτος — unchanging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάπτωτος — η, ο επίρρ. α εκείνος του οποίου δε μειώθηκε η ένταση: Το ενδιαφέρον του κοινού κρατήθηκε αμετάπτωτο σ όλη την παράσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεταπτωτότατον — ἀμετάπτωτος unchanging masc acc superl sg ἀμετάπτωτος unchanging neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτως — ἀμετάπτωτος unchanging adverbial ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάπτωτον — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc sg ἀμετάπτωτος unchanging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτοις — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτου — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτους — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτων — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταπτώτῳ — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”